ῥαγέντος

ῥαγέντος
ἀράσσω
smite
aor part pass masc/neut gen sg
ῥάσσω
strike
aor part pass masc/neut gen sg
ῥήγνυμι
break asunder
aor part pass masc/neut gen sg
ῥᾱγέντος , ῥήγνυμι
break asunder
aor part pass masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οιωνίζομαι — (Α οἰωνίζομαι) [οιωνός] 1. προλέγω τα μελλούμενα ακούοντας τις κραυγές και παρακολουθώντας τον τρόπο πτήσης τών πτηνών 2. προβλέπω το μέλλον με τη βοήθεια οιωνών, προφητεύω 3. θεωρώ κάτι ως οιωνό, ιδίως κακό («τοῡ κρατῆρος αὐτομάτως ἐπὶ ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • ρηγνύω — ῥηγνύω ΝΜΑ, και ῥήγνυμι ΜΑ 1. χαλώ τη συνοχή ενός σώματος, σχίζω, σπάζω, κομματιάζω, τέμνω (α. «ῥήξειν τὰ δεσμά», Λουκιαν. β. «πέπλους ῥήγνυσιν», Αισχύλ. γ. «γῆς ἀρότρους ῥήξας δάπεδον», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «ρηγνύω κραυγή» βγάζω δυνατή φωνή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”